Ελλάδα - σύμφωνα με τον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας 2017 (digital4europe) στο πλαίσιο της έκθεσης της ψηφιακής προόδου της Ευρώπης (EDPR) - έχει συνολική βαθμολογία 0,36 και κατατάσσεται στην 26η θέση μεταξύ των 28 κρατών μελών της ΕΕ σε θέματα χρήσης διαδικτύου. Ο ψηφιακός αναλφαβητισμός, που ανέρχεται στο 37% των Ελλήνων, συμφώνα με τα στοιχεία της παραπάνω έρευνας, οδηγεί αναπόφευκτα σε κοινωνικό αποκλεισμό όλων αυτών των πολιτών. Δυστυχώς ο Δείκτης Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας για το 2018 που ανακοινώθηκε πριν λίγες ημέρες η χώρα μας έπεσε ακόμα μια θέση (27η Θέση) μιας και η Βουλγαρία παρουσίασε καλύτερες επιδόσεις. Aξίζει να σημειωθεί ότι τις τρεις τελευταίες θέσεις της έρευνας τις καταλαμβάνουν χώρες των Βαλκανίων. Για τις χώρες των Βαλκανίων που δεν είναι στην Ε.Ε. δυστυχώς τα στοιχεία για τις ψηφιακές δεξιότητες θα είναι σαφώς χειρότερα.
Επίσης σύμφωνα με την «Έρευνα χρήσης τεχνολογιών πληροφόρησης και επικοινωνίας από νοικοκυριά και άτομα 2017» της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, οι κυριότεροι λόγοι που επικαλούνται οι πολίτες διαχρονικά για την μη πρόσβαση στο διαδίκτυο από την κατοικία είναι: η έλλειψη ικανοτήτων (70,2%), οι πληροφορίες που υπάρχουν στο διαδίκτυο δεν είναι χρήσιμες και δεν ενδιαφέρουν (23,1%), και το κόστος του εξοπλισμού είναι πολύ υψηλό (18%). Ακόμα σύμφωνα με έρευνα (Networked Society City Index - Part III: Triple bottom line benefits for city business.), 80 νέες θέσεις εργασίας δημιουργούνται για κάθε 1000 νέες ευρυζωνικές συνδέσεις. Η περιορισμένη χρήση του Διαδικτύου στη χώρα μας αλλά και στις άλλες χώρες των Βαλκανίων, ιδίως στις ηλικίες άνω των 50 ετών, δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στην αποδοχή υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης από το ευρύ κοινό αλλά και όλων των αναπτυξιακών σχεδίων στον κυβερνοχώρο. Το χαμηλό επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων εκτιμάται ότι μπορεί να δράσει ως τροχοπέδη για την περαιτέρω ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας και της κοινωνίας γενικότερα. Είναι σαφές ότι ο ψηφιακός αναλφαβητισμός των πολιτών οδηγεί αναπόφευκτα σε κοινωνικό αποκλεισμό όλου αυτού του πληθυσμού, μιας και στερείται των πλεονεκτημάτων του διαδικτύου στη διασκέδαση, την ενημέρωση, την επικοινωνία, την εκπαίδευση και την απασχόληση, αλλά και στην επιμέλεια/ανατροφή των παιδιών.
Συμφώνα με τις παραπάνω έρευνες παρότι γίνονται αρκετές προσπάθειες για την αξιοποίηση τόσο ευρωπαϊκών προγραμμάτων όσο και προγραμμάτων άλλων φορέων, οι δείκτες τόσο των ψηφιακά αναλφάβητων όσο και οι δείκτες δεξιότητας των λαών των Βαλκανίων δεν βελτιώνονται ή βελτιώνονται ελάχιστα, με αποτέλεσμα το ψηφιακό χάσμα των χωρών μας σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες να μην γεφυρώνεται. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το αγοραστικό διαδικτυακό κοινό στην χώρα να παραμένει σταθερό, το ανθρώπινο δυναμικό σε επαγγελματίες ΙΤ φτωχό και οι αναπτυξιακές ευκαιρίες να είναι περιορισμένες και τελικά οι χρήστες και κυρίως τα παιδιά να βρίσκονται εκτεθειμένοι στους κινδύνους του διαδικτύου. Συνεπώς οι χώρες των Βαλκανίων θα πρέπει άμεσα να δημιουργήσουν τον κατάλληλο μηχανισμό, ώστε με ταχείς ρυθμούς να καλύψουν το χαμένο έδαφος αλλά και να μπορούν να ανταποκριθούν με κατάλληλο στελεχιακό δυναμικό στους κινδύνους που αναδεικνύονται από την χρήση του διαδικτύου.
Η Δημιουργία ενός Βαλκανικού Κέντρου για θέματα ψηφιακής παιδείας και ανάπτυξης θα συντονίζει αντίστοιχες δράσεις και θα προωθεί αναπτυξιακές ψηφιακές ευκαιρίες.